- υποτομέας
- [-εύς (-εως)] ο воен, район, участок (обороны и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποτομέας — ὑποτομεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. υποδιαίρεση ενός τομέα 2. στρ. τμήμα ενός στρατιωτικού τομέα, το οποίο έχει αναλάβει συγκεκριμένη αποστολή σε καιρό πολέμου ή κατά την εκτέλεση ασκήσεων αρχ. κοπτικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτομή + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
υποτομέας — ο τμήμα στρατιωτικού τομέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτομεύς — έως, Α βλ. υποτομέας … Dictionary of Greek